- ηλεκτροχωρητικότητα
- η(ηλεκτρ.) φρ.1. «χωρητικότητα αγωγού» — το πηλίκο τού ηλεκτρικού φορτίου ενός αγωγού διά τού δυναμικού του2. «χωρητικότητα πυκνωτή» — το πηλίκο τού φορτίου τού πυκνωτή διά τής διαφοράς δυναμικού μεταξύ τών δύο οπλισμών του.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. capacitance «χωρητικότητα»].
Dictionary of Greek. 2013.